- ζωοσταγής
- ζωοσταγής, -ές (Μ)αυτός που στάζει ζωή («ζωοσταγής βότρυς», Στουδ. Θεόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι)* + -σταγης (< στάζω), πρβλ. αιμο-σταγής, μελι-σταγής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Lexikon zur byzantinischen Gräzität — Das Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9. 12. Jahrhunderts (LBG) ist das derzeit führende Wörterbuch zum byzantinischen Griechisch in seinen höheren Stilebenen unter Vernachlässigung der Volkssprache. Es schließt die… … Deutsch Wikipedia
ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… … Dictionary of Greek
ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… … Dictionary of Greek